θειογραφικός

θειογραφικός
θειογραφικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις θείες, ιερές γραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση θείαι γραφαί προσαρμοσμένο προς τα λοιπά συνθ. με α' συνθετικό θείο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”